γεωπονικοῦ

γεωπονικοῦ
γεωπονικός
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμπελολογία — η (Γεωπ.) επιστημονικός τομέας τού γεωπονικού κλάδου τής φυτοτεχνίας που περιλαμβάνει κάθε γνώση σχετική με τα αμπέλια …   Dictionary of Greek

  • Κριμπάς, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1932 –). Βιολόγος, πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Σπούδασε βιολογία στο πανεπιστήμιο της Λοζάνης, γενετική στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης και γενετική πληθυσμών στο πανεπιστήμιο Κολούμπια στη Νέα Υόρκη. Σταδιοδρόμησε ως καθηγητής στην έδρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”